- ενορατικός
- -ή, -ό [ενορώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενόραση («ενορατικά φαινόμενα»)2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα τής ενόρασης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενορατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ενόραση (βλ. λ.): Η εκκλησία του μέλλοντος είναι η μυστική και ενορατική εκκλησία των μοναχών (Ζ. Παπαντωνίου). 2. (για πρόσωπα), που έχει την ικανότητα της ενόρασης, ο διαισθητικός: Τα μέντιουμ είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)